- ναρδολιπης
- ναρδολιπήςναρδο-λῐπής2умащенный нардом
(πλόκαμοι Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πλόκαμοι Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ναρδολιπής — ναρδολιπής, ές (Α) ο αλειμμένος με λάδι νάρδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάρδος «είδος αρωματικού φυτού» + λιπής (< λίπα «λίπος»), πρβλ. αργι λιπής] … Dictionary of Greek